- διαβιβάζονται
- διαβιβάζωcarry overpres ind mp 3rd plδιαβιβάζωcarry overpres ind mp 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιστήμη — Ένα σύνολο γνώσεων με αντικειμενικό κύρος. Ως γνώση ορίζεται η δυνατότητα διάκρισης των αντικειμένων στα οποία αποδίδονται τα ίδια χαρακτηριστικά μέσα σε ένα ορισμένο σύνολο. Αυτό το σύνολο μπορεί να είναι σχετικό με ειδικές καταστάσεις σε μία… … Dictionary of Greek
λήψη — η (AM λῆψις) 1. το να παίρνει ή να πιάνει κάποιος κάτι στα χέρια του, πάρσιμο, αποδοχή, παραλαβή (α. «λήψη χρημάτων» β. «ἡ τοῡ μισθοῡ λῆψις», Πλάτ.) 2. το να δέχεται κάποιος κάτι στον οργανισμό του (α. «λήψη τροφής» β. «λήψη ακτίνων» γ. «λήψη… … Dictionary of Greek
σημείο — Μια από τις αρχικές έννοιες, στις οποίες βασίζεται η ευκλείδεια γεωμετρία· για τον Ευκλείδη το σ. ήταν κάτι, που «δεν είχε μέρη» («σημείον δ’ έστΐν ού μέρος ούδέν»), το αδιαίρετο στοιχείο (χωρίς διαστάσεις), το πρώτο συστατικό στοιχείο του χώρου … Dictionary of Greek
τηλεγραφία — η, Ν τηλεπ. 1. σύστημα τηλεπικοινωνίας με το οποίο διαβιβάζονται ηλεκτρικώς, ακουστικώς ή οπτικώς πληροφορίες κωδικοποιημένες βάσει ενός συμβολικού αλφαβήτου 2. ο κλάδος τής ηλεκτρολογίας που μελετά τις μεθόδους και τα μέσα τής τηλεγραφικής… … Dictionary of Greek
τηλεμετρία — η, Ν τεχνολ. αυτοματοποιημένη τηλεπικοινωνιακή διεργασία μέσω τής οποίας εκτελούνται μετρήσεις και συλλέγονται άλλα πληροφοριακά στοιχεία σε απομακρυσμένα ή απρόσιτα σημεία και διαβιβάζονται σε συσκευές λήψεως για παρακολούθηση, παρουσίαση και… … Dictionary of Greek
χρωματομετρία — Oνομάζεται και χρωμομετρία. Μέθοδος με την οποία προσδιορίζονται μετρητά οι τρεις χαρακτηριστικοί παράμετροι ενός ορισμένου χρώματος, δηλαδή η λάμψη, ο τόνος και η καθαρότητα. Για τον σκοπό αυτό, και γενικότερα για μια άμεση μέτρηση,… … Dictionary of Greek
αγροτική οδός ή αγροτικός δρόμος — Ο δρόμος που περνάει μέσα από αγροτικές εκτάσεις, με σκοπό την εξυπηρέτηση των αγροτών. Το ρωμαϊκό δίκαιο, ανάλογα με τα δικαιώματα που παρείχε στις οδικές δουλείες (εμπράγματα δικαιώματα), διέκρινε τις α.ο. σε: α) μονοπάτια (iter), απ’ όπου… … Dictionary of Greek
ένδικα μέσα — Τα δικαστικά μέσα που παρέχει ο νόμος σε ορισμένα πρόσωπα –διαδίκους ή τρίτους– τα οποία έχουν έννομο συμφέρον να προσβάλλουν τις αποφάσεις είτε στο ίδιο δικαστήριο που πήρε την απόφαση (ανακοπή, επανάληψη διαδικασίας, αναψηλάφηση) είτε σε άλλο… … Dictionary of Greek
ηλεκτρονικό ταχυδρομείο — (e mail). Πρόκειται για ένα σύστημα ανταλλαγής μηνυμάτων και αρχείων σε ηλεκτρονική μορφή μέσω υπολογιστών ευρισκομένων σε τοπικά ή ευρείας περιοχής δίκτυα. Η μεγάλη διάδοση και χρήση του Ίντερνετ βοήθησε πολύ στην καθιέρωση του η.τ., καθώς δίνει … Dictionary of Greek
ιονισμός (του ατόμου) — Φαινόμενο κατά το οποίο ένα άτομο, αρχικά ουδέτερο, μετατρέπεται σε ένα ιόν, που έχει ένα ή περισσότερα ηλεκτρικά φορτία, καθώς ένας αριθμός ηλεκτρονίων, που περιφέρονταν αρχικά γύρω από τον πυρήνα του, έχει διαφύγει της έλξης και κινούνται,… … Dictionary of Greek